-
1 зайти
зайти 1) (к кому-л., куда -либо) περνώ, πηγαίνω περνώ από κάπου зайдём на почту πάμε να περάσουμε από το τα χυδρομείο я зайду за вами θα ρθω να σας πάρω 2) (о све тилах ) βασιλεύω солнце за шло ο ήλιος βασίλεψε* * *1) (к кому-л., куда-л.) περνώ, πηγαίνω; περνώ από κάπουзайдём на по́чту — πάμε να περάσουμε από το ταχυδρομείο
я зайду́ за ва́ми — θά ρθω να σας πάρω
2) ( о светилах) βασιλεύωсо́лнце зашло́ — ο ήλιος βασίλεψε